ξαναρωτώ

ξαναρωτώ
και ξαναερωτώ, -άω
επαναλαμβάνω ερώτηση, επανερωτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ …   Dictionary of Greek

  • διπλορωτώ — επαναλαμβάνω την ερώτηση, ξαναρωτώ, ρωτώ επίμονα …   Dictionary of Greek

  • επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …   Dictionary of Greek

  • επανερωτώ — (Α ἐπανερωτῶ, άω) ξαναρωτώ, ρωτώ πάλι για κάτι ή για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μεταρωτώ — μεταρωτῶ ματαρωτῶ (Μ) ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …   Dictionary of Greek

  • ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”